- ὀψοπώλιον
- ὀψοπώλιονfishshopneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψοπώλιον — ὀψοπώλιον, τὸ (ΑΜ) [οψοπώλης] τόπος όπου πωλούνταν εδέσματα παρασκευασμένα και ιδίως ψάρια … Dictionary of Greek
ὀψοπωλίοις — ὀψοπώλιον fishshop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοπωλίῳ — ὀψοπώλιον fishshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοπώλια — ὀψοπώλιον fishshop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψοπωλείον — ὀψοπωλεῑον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. οψοπώλιον … Dictionary of Greek